- Ποντικοί
- Ποντικόςfrom Pontusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντικοί — ποντικός from Pontus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… … Dictionary of Greek
θρασάετος — Γερακόμορφο αρπακτικό πτηνό. Είναι σαρκοφάγο ημερόβιο πτηνό με ισχυρή όραση, γαμψό ράμφος και δυνατά νύχια. Η τροφή του αποτελείται από μικρά ζώα (ποντικοί, σκίουροι, κουνέλια, βάτραχοι), καθώς και από διάφορα μικρότερα πουλιά και ψάρια. Ο θ.,… … Dictionary of Greek
μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek